- οξυϋδρογόνο(ν)
- το смесь кислорода и водорода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξυυδρογόνο — το ονομασία τού αέριου μίγματος οξυγόνου και υδρογόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxyhydrogen < οξ(υ) * + υδρογόνο] … Dictionary of Greek